- καπίστρωμα
- τοη πράξη και το αποτέλεσμα του καπιστρώνω, η τοποθέτηση του καπιστριού: Δύο λεπτά θέλω για το καπίστρωμα του μουλαριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπίστρωμα — το [καπιστρώνω] η τοποθέτηση καπιστριού στο υποζύγιο … Dictionary of Greek